τριθάλαττος

τριθάλαττος
τριθάλασσος
of three seas
masc/fem nom sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τριθάλαττος — ον, Α (αττ. τ.) βλ. τριθάλασσος …   Dictionary of Greek

  • τριθάλασσος — η, ο / τριθάλασσος, ον, ΝΑ, και αττ. τ. τριθάλαττος, ον, Α (για τόπο) αυτός που περιβρέχεται από τρεις θάλασσες («τριθάλαττος ἡ Βοιωτία», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + θάλασσος (< θάλασσα), πρβλ. ὑπερ θάλασσος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”